- λεπτοσπείρωση
- η (ιατρ.-κτην.) νόσος που προκαλείται στον άνθρωπο και στα ζώα από ένα είδος σπειροχαίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptospirosis < νεολατ. leptospirosis < leptospira (βλ. λεπτόσπειρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτοσπείρωση ή νόσος του Βάιλ — Λοιμώδης νόσος οφειλόμενη στο βακτηρίδιο σπειροχαίτη, συχνό παράσιτο των αρουραίων, το οποίο εκκρίνεται στα ούρα τους μολύνοντας τα νερά. Η νόσος προσβάλλει τα ζώα και περιστασιακά τον άνθρωπο, αν έρθει σε επαφή με το βακτηρίδιο. Η κλινική εικόνα … Dictionary of Greek
γαστρεντερίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου του στομαχιού και του λεπτού εντέρου που μπορεί να προκληθεί από τροφική δηλητηρίαση, βακτηριακή λοίμωξη, μεταλλικά άλατα, καθώς και από καταχρήσεις οινοπνευματωδών ποτών και φαγητών με πολλά καρυκεύματα ή ως συνέπεια… … Dictionary of Greek